Βασιλική Νίκα

Ιστορίες και τραγούδια από μία μουσικό του δρόμου

Home » Με το Βάρβιτο στη Νις

Με το Βάρβιτο στη Νις

Η συναυλία μας ήταν για το Σάββατο. Θα πλαισιώναμε την πανβαλκανική σύνοδο των πρυτάνεων στη Νις της Σερβίας. Το πούλμαν του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων μας περίμενε έξω από το διοικητήριο στις έξι το πρωί της Παρασκευής. Οι περισσότεροι ήρθαν κατευθείαν μετά το ξενύχτι, εγώ ήμουν ήδη μεγάλη τότε για τέτοια. Το συγκρότημα “Βάρβιτος” σε σχεδόν πλήρη σύνθεση:

Βάσω, Νικόλας, Πέτρος, Σταυρούλα, Γρηγόρης, Τατιάνα, Θοδωρής, Μάχη, Όλγα. Μαζί μας και η Σοφία, που ήταν τότε με τον Πέτρο.

Την ώρα εκείνη ήταν αυτή η υγρασία που φτάνει στα όρια του ψιλόβροχου, αλλά δεν είναι ψιλόβροχο. Μια υγρασία που, όταν την αισθάνεσαι καθημερινά, σε συνδυασμό με ομίχλη συννεφιά ή βροχή που είναι το καθημερινό ρεπερτόριο στα Γιάννινα σπάει νεύρα. Που όμως τώρα, είκοσι δύο χρόνια μετά, μισή μιας μισής “πλήρους ημερών” ζωής, η ανάμνηση αυτής της υγρασίας, φέρνει σε ολόκληρο το σώμα μία γλυκιά δροσιά.

Μέχρι τη Θεσσαλονίκη σχεδόν, ταξιδεύαμε μέσα σε συννεφιά ή ομίχλη. Στην Κατάρα ειδικά, μία “μαυρίλα”

Ο Πέτρος και ο Νικόλας είχαν αναλάβει την ψυχαγωγία μας. Από τα μικρόφωνα του πούλμαν έλεγαν ότι τους κατέβαινε στο κεφάλι, παρουσιάζοντας την ακατάπαυστη φλυαρία τους ως εκπομπή με τον ευφάνταστο, δεν μπορώ να πω, τίτλο: Ο Πέτρος και ο …Νίκος*. Η Σοφία να τους τρολάρει (όπως θα το περιγράφαμε σήμερα) κι εμείς να κρατάμε τις κοιλιές μας. Άνετο ταξίδι, σε κάθε έναν από εμάς αντιστοιχούσαν δύο τουλάχιστον θέσεις.

Μετά τη Θεσσαλονίκη, θα πρέπει να κοιμήθηκα. Φτάσαμε αργά το βράδυ.

Από το ξενοδοχείο θυμάμαι λίγα χαρακτηριστικά πράγματα. Μια γκρι μοκέτα παντού που δεν την έλεγες και καθαρή και ένα περίεργο “μηχάνημα” στο οποίο ακουμπούσες ένα – ένα τα παπούτσια σου και σου τα γιάλιζε, δεν έχω ξαναδεί κάτι ανάλογο. Στο δωμάτιό μου υπήρχε μία εσωτερική κλειδωμένη πόρτα που επικοινωνούσε με το δωμάτιο του Δημήτρη που ήταν δίπλα. Πολλές φορές στη διάρκεια αυτού του διημέρου, άνοιξα νοητά αυτήν την πόρτα.

Το επόμενο πρωί έγινε κάτι που, όσες φορές κι αν το σκέφτηκα μετά, μοιάζει με όνειρο. Είναι κάποιες στιγμές που νομίζεις ότι βλέπεις ταινία, λες δεν μπορεί να το ζω αυτό. Μόλις βγήκαμε από την πόρτα του ξενοδοχείου, μας περίμενε απέξω μια μπάντα Ρομά με χάλκινα και έπαιζε για μας. Ακόμα φέρνω στο νου μου αυτά τα σκαμμένα  μαυριδερά πρόσωπα. Ποτέ δε μάθαμε αν ήρθαν ειδικά για μας, αν ήξεραν ότι είμαστε μουσικοί, αν έπαιξαν για να βγάλουν χρήματα, για να μας ευχαριστήσουν ή γιατί ήξεραν ότι μπορούμε να τους εκτιμήσουμε. Είναι η στιγμή που διαπιστώνεις ότι ο Κουστουρίτσα δεν γύρισε  ταινία μυθοπλασίας**, αλλά κάτι σαν ντοκιμαντέρ.

Το απόγευμα γνωριστήκαμε με τους μουσικούς της τοπικής μπάντας Gross, που θα έπαιζε μαζί μας το βράδυ. Συναντηθήκαμε στο χώρο που έκαναν πρόβες. Προσπάθησα πολύ για να αντισταθώ στην επιθυμία να πω στα παιδιά να το βάλουμε στα πόδια. Οι άνθρωποι έπαιζαν “παπάδες”, πως θα στεκόμασταν δίπλα τους; Σκέφτηκα ότι μας σώζει το γεγονός ότι έχουμε διαφορετικό ρεπερτόριο και μπορεί να γλιτώσουμε τη σύγκριση.

Η συναυλία αρχίζει στις εννιά, το πρώτο μέρος δικό μας και το δεύτερο των Gross. 

Αυτό που αισθάνεσαι ως μουσικός την ώρα που παίζεις, είναι δύσκολο να περιγραφεί σε κάποιον που δεν έχει ανάλογη εμπειρία. Φέρνει λίγο σε ερωτική πράξη με καινούριο σύντροφο. Υπάρχει αγωνία πριν ξεκινήσεις, αν θα παίξεις καλά, αν θα θυμηθείς τα λόγια σου, αν θα “αγγίξεις” το συγκεκριμένο κοινό, αυτό που συνήθως περιγράφεται με τον όρο τρακ. Όταν ξεκινάς να παίζεις, αν όλα πάνε καλά, με μια διαδικασία που μοιάζει με crossfade*** το τρακ φεύγει και ακολουθείται από μια κλιμακούμενη χαρά.

Αν όχι, με την ίδια ακριβώς διαδικασία δίνει τη θέση του στην αμηχανία και σε μία έντονη διάθεση να “σπρώξεις” το χρόνο.

Στο κοινό της συγκεκριμένης συναυλίας ήταν τρεις Έλληνες όλοι κι όλοι, που σημαίνει ότι οι υπόλοιποι θα άκουγαν τραγούδια άγνωστα ως επί το πλείστον. Δύσκολα τα πράγματα.

Ξεκινάμε το … δικό μας “Γιάννη μου το μαντίλι σου”. Το “ήμισυ του παντός” πήγε καλά. Απόλυτη ησυχία εγκάρδιο χειροκρότημα με το ξεκίνημα. Συνεχίζουμε με ένα ακόμη δημοτικό, πέφτουμε λιγάκι αλλά μετά με το “Μήλο μου κόκκινο” κοντινό άκουσμα σε Βαλκάνιους, ανεβήκαμε πάλι.  

Μετά ρεμπέτικα. Χάνουμε λίγο την επαφή για αυτό και “τρώμε” τα δύο τελευταία για να περάσουμε στα έντεχνα, Θεοδωράκη, Χατζηδάκι, Λοϊζο και λοιπούς. Όλα καλά και εδώ, φάνηκε να μην τα ακούν όλα για πρώτη φορά. 

Κλείνουμε με το ειδικά επιλεγμένο για την περίσταση “Εντερλέζι” από τον “Καιρό τον τσιγγάνων”, σε ελληνικούς στίχους Νίνας Νικολακοπούλου. Απο τις πρώτες νότες, ενθουσιασμός.

Και ενώ τραγουδάμε την τρίτη στροφή:

Τ’ ουρανού πουλιά
πάρτε με αγκαλιά
το βουνό γεμίζει
κεριά αναμμένα.

Ανεβαίνουν στη σκηνή τα μέλη των Gross με τα όργανά τους και αρχίζουν να τραγουδούν ταυτόχρονα με εμάς τους πρωτότυπους στίχους του τραγουδιού. Ένας στίχος εμείς ελληνικά, ένας αυτοί ρομά, ένας όλοι μαζί ταυτόχρονα. Αν είναι αλήθεια ότι οι έντονες συγκινήσεις απειλούν το καρδιαγγειακό σύστημα, η ζωές όλων μας μπήκαν σε μεγάλο κίνδυνο εκείνο το τρίλεπτο. Μετά από μερικές επαναλήψεις του ρεφραίν, κατεβαίνουμε σιγά – σιγά από τη σκηνή αφήνοντας τους Gross  να ολοκληρώσουν το τραγούδι στη γλώσσα που γράφτηκε. 

Πριν βάλουμε τα όργανα στις θήκες, ξεκινάνε το πρώτο (δεύτερο) τραγούδι του δικού τους προγράμματος: 

Νταντάν… νταντάν…

Όλος ο πλανήτης αναγνωρίζει το Ζορμπά από τις δύο πρώτες νότες, από το πρώτο “νταντάν”

Για πότε στήσαμε τον χορό και ξεσηκώσαμε όλους, μα όλους όσοι βρίσκονταν εκεί, πρυτάνεις – ξεπρυτάνεις, δεν ξέρω. Ένας ανθρώπινος κύκλος με περίμετρο καμιά εκατοστή μέτρα γύριζε στο δίσημο ρυθμό του Μίκη.

Η επόμενη μέρα έχει συχνά μια πίκρα. Είναι σα να τελειώνει η γιορτή. Την περίμενες πως και πως, ήταν ή όχι ανάλογη των προσδοκιών σου, όπως και να ‘χει τελείωσε. 

Αρκετά χρόνια μετά, “τελείωσε” η μουσική για μένα. Μετά από είκοσι πέντε χρόνια, ένας χωρισμός, που ακολουθήθηκε από όλα τα στάδια του πένθους.  

Συχνά με ρωτάνε κάποιοι γνωστοί: “Το παιδί μου έχει πάθος με τη μουσική, αλλά δε θα ήθελα να το ενθαρρύνω να το κάνει επάγγελμα, φοβάμαι ότι θα ζήσει μέσα στη στέρηση με μια τέτοια επιλογή. Ποια είναι η γνώμη σου”
Αρκεί να φέρω στο νου μου εκείνο το διήμερο για να απαντήσω: 
“Δεν ξέρω αν θα ζήσει στη στέρηση όπως μου λες. Ξέρω ότι θα ζήσει ευτυχισμένο”.

Name of author

Name: vaso