Η Ξανθούλα από την άλλη πλευρά
Η Ξανθούλα είναι ποίημα του Διονύσιου Σολωμού, που μελοποιήθηκε από το Νικόλαο Μάντζαρο. Υπήρχε (υπάρχει ακόμη;) στα ανθολόγια του Δημοτικού.
Είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον το γεγονός ότι, όταν κάποιος φεύγει από την Ελλάδα και ζει εκτός, τον αποκαλούμε “ξενητεμένο”.
Αντιθέτως, όταν κάποιος έρχεται να ζήσει στην Ελλάδα, ανεξάρτητα από το πως αισθανόμαστε απέναντί του, δεν τον αποκαλούμε ποτέ έτσι.
Στο τραγούδι “Η Ξανθούλα από την άλλη μεριά” πρόσθεσα μερικά στιχάκια ανάμεσα σε αυτά του αγαπημένου μου τραγουδιού. (Bold, οι στίχοι του ποιητή)
Την είδα την Ξανθούλα
την είδα ψες αργά,
που εμπήκε στη βαρκούλα
να πάη στην ξενιτιά.
Έτσι όπως έφευγε η Ξανθούλα
πριν δυο αιώνες με τη βαρκούλα,
ένας Μωχάμετ, κάποια Σακίρα
τώρα δεν έχουν στον ήλιο μοίρα
Εστέκονταν οι φίλοι
με λύπη με χαρά
και αυτή με το μαντίλι
τους αποχαιρετά.
Δεν του κουνάει κανείς μαντίλι.
Μάνα, πατέρας και κάποιοι φίλοι,
μπαίνουνε όλοι μες στη βαρκούλα
κι ένας τους πήρε και τη γατούλα
Σ’ ολίγο, σ’ ολιγάκι
Δεν ήξερα να πω
Αν έβλεπα πανάκι
Ή του πελάγου αφρό.
Ήρθαν στη χώρα του Διονύση
που με τους φίλους (του) είχε δακρύσει.
Δεν είναι πρόσφυγες, μήτε ξένοι,
είναι μονάχα ξενιτεμένοι
Και αφού πανί, μαντίλι
Εχάθη στο νερό,
Εδάκρυσαν οι φίλοι,
Εδάκρυσα κι εγώ.
Κι αν έστω λίγο έχεις δακρύσει
με την Ξανθούλα του Διονύση,
τότε το ξέρεις, δεν είναι ξένοι,
είναι μονάχα ξεριζωμένοι.