Ένα απόγευμα στη Φωκίωνος Νέγρη
Η Φωκίωνος Νέγρη στην Κυψέλη, είναι ένας πολύ φιλόξενος δρόμος για μουσικούς.
Ένα απόγευμα, κατά τη διάρκεια της δεύτερης καραντίνας, παίζω απέναντι από τη Δημοτική αγορά σε μια από αυτές τις μικρές πλατειούλες ανάμεσα στους δυο δρόμους της Φωκίωνος.
Στα παγκάκια κάθονται μερικοί μετανάστες, μια μαμά με δυο παιδάκια και μια παρέα ογδοντάρηδων.

Ο μεγαλύτερος από αυτούς, κάθε τόσο σηκώνεται από το παγκάκι και φέρνει γύρα την πλατεία, έχοντας τα χέρια σταυρωμένα πίσω στην πλάτη, όπως συνήθιζε να κάνει ο πατέρας μου. Κάθε φορά κόβει λίγο “ταχύτητα” καθώς περνάει από εμένα.
Την τέταρτη πέμπτη φορά, και ενώ εγώ τραγουδάω, σταματάει απέναντί μου, με κοιτάζει, βάζει τα χέρια στις τσέπες ψαχουλεύοντας, και μοιάζει να κάναμε τον παρακάτω διάλογο, χωρίς να μιλάμε:
-Βρε κοπέλα μου, θα ήθελα να σου δώσω κάτι, αλλά δεν έχω χρήματα.
-Δεν πειράζει παππού, μου αρκεί που σου αρέσει να με ακούς.
-Κι όμως, θα ‘θελα να σου δώσω κάτι (βγάζει από την τσέπη του ένα τσαμπί σταφύλια)
-Να σου αφήσω λίγα σταφύλια;
-Με μεγάλη μου χαρά.
Συνέχισε να το περπάτημα μέχρι το παγκάκι.
Για την ιστορία, κάποτε η Φωκίωνος Νέγρη ήταν ρέμα. Διαβάστε σχετικά